- επισπαστικά
- Φάρμακα τα οποία όταν τοποθετηθούν πάνω στο δέρμα προκαλούν τοπική υπεραιμία· η ένταση της δράσης τους ποικίλλει ανάλογα με τη φύση της ουσίας που χρησιμοποιείται και τον τρόπο που τοποθετείται· έτσι, μπορεί να προκληθεί απλώς μία ερυθρότητα του δέρματος, που οφείλεται στην τοπική υπεραιμία, ή ακόμα και σχηματισμός φυσαλίδων. Η θεραπευτική τους δραστηριότητα φαίνεται ότι βασίζεται στην τοπική απελευθέρωση ισταμίνης και κατευθύνεται κατά φλεγμονωδών επεξεργασιών οργάνων που βρίσκονται κάτω από το σημείο της τοποθέτησης του ε. ή και σε απόσταση από αυτό, πιθανώς με νευρικά αντανακλαστικά. Γι’ αυτό τον λόγο, χρησιμοποιούνται στις οξείες φλεγμονές οργάνων που βρίσκονται σε βάθος και προπάντων σε εκείνες τις επώδυνες εκδηλώσεις των μυών και των αρθρώσεων που είναι γνωστές κοινώς ως ρευματισμοί. Τα ε. που χρησιμοποιούνται συχνότερα είναι τα σιναπούχα επιθέματα ή λουτρά και το καψικόν (κοκκινοπιπεριά που περιέχει αλκαλοειδή καυστική ουσία, την καψικίνη)· λιγότερο συχνά χρησιμοποιούνται η κοχλιάρια, η κανθαριδίνη, το ευφόρβιο· η τσουκνίδα είναι επίσης ένα ε.
Dictionary of Greek. 2013.